Η ΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ στη ζωγραφική της Ξένιας Αραπάκη
‘Έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια απο τότε που συνάντησα την Ξένια Αραπάκη στο εργαστήριο ζωγραφικής του Βρασίδα Βλαχόπουλου και αυτό που τράβηξε τότε την προσοχή μου επάνω της ήταν ένα ζευγάρι επίμονα μαύρα μάτια , που με κοίταζαν με τέτοιο τρόπο έτσι που αμέσως πήγα στον καθρέφτη να δω μήπως έχω κάτι περίεργο επάνω μου. Αργότερα κατάλαβα ότι τα μάτια αυτά με είχαν αναλύσει σε σχήματα, άξονες και χρωματικές φόρμες που το σταθερό και σίγουρο χέρι της τα μετέφερε στο τελάρο.
“Κάτσε όπως είσαι, βλέπω ένα ωραίο μπλε στο μάγουλό σου” μου είπε. Την κοίταξα σα χαζός. “Λερώθηκα”, σκέφτηκα, “ή αυτό το κορίτσι δεν βλέπει καλά”. Κοίταξα το τελάρο της, τα μάγουλά μου ήταν μπλε. Την ξανακοίταξα με πολλά ερωτηματικά στα μάτια.
“Το φως …” μου είπε, και από τότε πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια.
Βλέποντας τη τελευταία δουλειά της, και γνωρίζοντας καλά την προηγούμενη, θέλησα να κάνω ένατα ξίδι σε όλη αυτή τη διαδρομή, προσπαθώντας να αναλύσω με τη δική μου οπτική αυτό που συμβαίνει μέσα στο έργο της Ξένιας Αραπάκη, αποφεύγοντας κάθε διάθεση κριτικής, όσο αυτό είναι δυνατό.
Μεγάλη γνώστης του σχεδίου, για αρκετό καιρό δούλεψε κλασσικές τονικές και χρωματικές φόρμες, δίνοντας το μεγαλύτερο βάρος στη σύνθεση. Η σύνθεση όμως έχει μεγάλες απαιτήσεις και παίζει πολλά παιχνίδια. Έτσι οι φόρμες άρχισαν να γίνονται πιο ελεύθερες και οι τονικές διαφορές πιο έντονες. Το αντικείμενο που σχεδόν πάντα υπήρχε στη σύνθεσή της ήταν, αν και διαλυμένο, πάντα καθαρό, οι άξονες της σύνθεσης ορατοί και προσεκτικά κρατημένοι.
Το σχέδιό της είχε πάντα μια γλυπτική διάθεση. Γλυπτική, μια τέχνη που πάντα την συγκινούσε και πολλές φορές έλεγε πως θα έπρεπε να γίνει γλύπτρια. Κι έτσι μια μέρα καταπιάστηκε με τον πηλό. Αντικείμενο άγνωστο κι όμως το ήξερε. ‘Έπλαθε και συνέθετε. Μαλακά “μακαρόνια” πηλού άρχισαν να υλοποιούν τις από χρόνια ανησυχίες της. Και μετά πάλι το τελάρο και μετά πάλι στον πηλό και στο γύψο, και μετά ξανά στο χρώμα. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν ένα, κι έγιναν. Αυτό είναι το στοιχείο στην καινούργια δουλειά της. Μια δουλειά με καθαρά χρώματα και ανάγλυφες φόρμες.
Οι όγκοι, η κίνηση, οι φόρμες προδίδουν τη γλυπτική θεώρηση της ζωγράφου που στοχάζεται στις τρεις διαστάσεις πριν από τη σταδιακή αναγωγή τους στο επίπεδο.
Το ανάγλυφο είναι το στοιχείο που δημιουργεί την ανησυχία και τον προβληματισμό στης ζωγραφική της Ξένιας Αραπάκη. Γύψινες φόρμες φτιαγμένες ελεύθερα, δίνουν στο χρώμα που τις καλύπτει μια φυσική τονικότητα, που αλλάζει καθώς το ανάγλυφο παίζει με το φως, έτσι που αν το παρατηρήσει κάποιος στο φως της ημέρας σε διάφορες χρονικές στιγμές, θα δει τις φόρμες να αλλάζουν χρώμα, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η σύνθεση.
Σε ένα φόντο σαν από διάλυμα πηλού, μέσα σε μια βίαιη και αυστηρή σύνθεση, ξεπηδούν έντονες χρωματικές φόρμες, στροβιλίζονται και συγκρούονται δημιουργώντας αντιφάσεις που φτάνουν στην τελειότητα της ισορροπίας. Φόρμες που δεν έχουν στόχο να υποδηλώσουν κάτι συγκεκριμένο, αλλά να ερεθίσουν το μάτι του “αναγνώστη”. Φόρμες όχι αφαιρετικές αλλά συσπειρωμένες έτοιμες να τιναχτούν και να βγουν έξω απο το τελάρο, δημιουργώντας μια καινούργια ισορροπία.
Καμιά δέσμευση, η απόλυτη ισορροπία. Το χρώμα, μπλε, όπως του ουρανού και των νησιών. Κόκκινο όπως η σκέψη, γκρίζα και καφέ της γης, έρχονται σε αντιπαράθεση για να αφήσουν να φανταστείς το κενό που είναι ανάμεσά τους. Και ξαφνικά, η γυναικεία φιγούρα. Μητρική, ερωτική, απόλυτη. Στεφανωμένη, αόρατη, οπτασία, έχει αφήσει το άρωμά της παντού, από τότε που την πρωτοείδα μέχρι πάντα. Σύμβολο αέναο που η καλλιτέχνης κουβαλάει μαζί της σαν μνήμη από μια προηγούμενη ζωή, μνήμη που δεν εξαντλείται ποτέ. Γέννηση, δημιουργία.
Αυτή είναι η αίσθηση που μου άφησε η οπτική περιπλάνηση στο έργο της Ξένιας Αραπάκη. Δεν θα ήθελα να κατατάξω τη δουλειά της σε κάποιο κίνημα, σε κάποιο -ισμό, η πρόθεσή της είναι ξεκάθαρη. Η φόρμα στη σύνθεση. Η αυτοτέλεια της μονάδας στο σύνολο.
Δημήτρης Κακριδάς
Ζωγράφος